Translation meaning & definition of the word "lubricate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λίπανση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lubricate
[Λιπαίνω]/lubrɪket/
verb
1. Have lubricating properties
- "The liquid in this can lubricates well"
- synonym:
- lubricate
1. Έχετε λιπαντικές ιδιότητες
- "Το υγρό σε αυτό μπορεί να λιπαίνει καλά"
- συνώνυμο:
- λιπαίνω
2. Apply a lubricant to
- "Lubricate my car"
- synonym:
- lubricate ,
- lube
2. Εφαρμόστε ένα λιπαντικό σε
- "Λιπάνετε το αυτοκίνητό μου"
- συνώνυμο:
- λιπαίνω ,
- λιπαντικό
3. Make slippery or smooth through the application of a lubricant
- "Lubricate the key"
- synonym:
- lubricate
3. Κάντε ολισθηρό ή ομαλό μέσω της εφαρμογής ενός λιπαντικού
- "Λιπάνετε το κλειδί"
- συνώνυμο:
- λιπαίνω