Translation meaning & definition of the word "loyalty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πίστη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Loyalty
[Πιστότητα]/lɔɪəlti/
noun
1. The quality of being loyal
- synonym:
- loyalty ,
- trueness
1. Η ποιότητα του να είσαι πιστός
- συνώνυμο:
- πίστη ,
- αλήθεια
2. Feelings of allegiance
- synonym:
- loyalty
2. Αισθήματα υποταγής
- συνώνυμο:
- πίστη
3. The act of binding yourself (intellectually or emotionally) to a course of action
- "His long commitment to public service"
- "They felt no loyalty to a losing team"
- synonym:
- commitment ,
- allegiance ,
- loyalty ,
- dedication
3. Η πράξη της δέσμευσης του εαυτού σας (διανοητικά ή συναισθηματικά) σε μια πορεία δράσης
- "Η μακροχρόνια δέσμευσή του στη δημόσια υπηρεσία"
- "Δεν ένιωσαν πίστη σε μια χαμένη ομάδα"
- συνώνυμο:
- δέσμευση ,
- αφοσίωση ,
- πίστη ,
- αφιέρωση
Examples of using
I only demand your complete loyalty.
Απαιτώ μόνο την απόλυτη πίστη σας.
The path to evil may bring great power, but not loyalty.
Ο δρόμος προς το κακό μπορεί να φέρει μεγάλη δύναμη, αλλά όχι πίστη.
You doubt my loyalty?
Αμφιβάλλετε για την πίστη μου?