Translation meaning & definition of the word "low" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαμηλό" στην ελληνική γλώσσα
Low
[Χαμηλός]noun
1. An air mass of lower pressure
- Often brings precipitation
- "A low moved in over night bringing sleet and snow"
- synonym:
- low ,
- depression
1. Μια μάζα αέρα χαμηλότερης πίεσης
- Συχνά φέρνει βροχόπτωση
- "Ένα χαμηλό πέρασμα τη νύχτα φέρνει χιονόνερο και χιόνι"
- συνώνυμο:
- χαμηλός ,
- κατάθλιψη
2. British political cartoonist (born in new zealand) who created the character colonel blimp (1891-1963)
- synonym:
- Low ,
- David Low ,
- Sir David Low ,
- Sir David Alexander Cecil Low
2. Βρετανός πολιτικός γελοιογράφος (γεννημένος στη νέα ζηλανδία) που δημιούργησε το χαρακτήρα συνταγματάρχης μπλιμπ (1891-1963)
- συνώνυμο:
- Χαμηλός ,
- Ντέιβιντ Χαμ ,
- Ντέιβιντ Αλεξάντερ Σέσιλ Χαμηλ
3. A low level or position or degree
- "The stock market fell to a new low"
- synonym:
- low
3. Χαμηλό επίπεδο ή θέση ή βαθμό
- "Το χρηματιστήριο έπεσε σε ένα νέο χαμηλό"
- συνώνυμο:
- χαμηλός
4. The lowest forward gear ratio in the gear box of a motor vehicle
- Used to start a car moving
- synonym:
- first gear ,
- first ,
- low gear ,
- low
4. Η χαμηλότερη προς τα εμπρός αναλογία εργαλείων στο κιβώτιο εργαλείων ενός μηχανοκίνητου οχήματος
- Χρησιμοποιείται για να ξεκινήσει μια κίνηση αυτοκινήτου
- συνώνυμο:
- πρώτος εξοπλισμός ,
- πρώτος ,
- χαμηλή ταχύτητα ,
- χαμηλός
verb
1. Make a low noise, characteristic of bovines
- synonym:
- moo ,
- low
1. Κάντε χαμηλό θόρυβο, χαρακτηριστικό των βοοειδών
- συνώνυμο:
- μόο ,
- χαμηλός
adjective
1. Less than normal in degree or intensity or amount
- "Low prices"
- "The reservoir is low"
- synonym:
- low
1. Λιγότερο από το κανονικό σε βαθμό ή ένταση ή ποσό
- "Χαμηλές τιμές"
- "Η δεξαμενή είναι χαμηλή"
- συνώνυμο:
- χαμηλός
2. Literal meanings
- Being at or having a relatively small elevation or upward extension
- "Low ceilings"
- "Low clouds"
- "Low hills"
- "The sun is low"
- "Low furniture"
- "A low bow"
- synonym:
- low
2. Κυριολεκτικές έννοιες
- Να βρίσκεστε ή να έχετε σχετικά μικρό υψόμετρο ή προς τα πάνω επέκταση
- "Χαμηλές οροφές"
- "Χαμηλά σύννεφα"
- "Χαμηλοί λόφοι"
- "Ο ήλιος είναι χαμηλός"
- "Χαμηλά έπιπλα"
- "Χαμηλό τόξο"
- συνώνυμο:
- χαμηλός
3. Very low in volume
- "A low murmur"
- "The low-toned murmur of the surf"
- synonym:
- low ,
- low-toned
3. Πολύ χαμηλός σε όγκο
- "Χαμηλό μουρμουρητό"
- "Το χαμηλού τόνου μουρμουρητό του σέρφινγκ"
- συνώνυμο:
- χαμηλός
4. Unrefined in character
- "Low comedy"
- synonym:
- low
4. Ανεπεξέργαστο χαρακτήρα
- "Χαμηλή κωμωδία"
- συνώνυμο:
- χαμηλός
5. Used of sounds and voices
- Low in pitch or frequency
- synonym:
- low ,
- low-pitched
5. Χρησιμοποιείται από ήχους και φωνές
- Χαμηλή σε βήμα ή συχνότητα
- συνώνυμο:
- χαμηλός ,
- χαμηλός-ραμμένος
6. Of the most contemptible kind
- "Abject cowardice"
- "A low stunt to pull"
- "A low-down sneak"
- "His miserable treatment of his family"
- "You miserable skunk!"
- "A scummy rabble"
- "A scurvy trick"
- synonym:
- abject ,
- low ,
- low-down ,
- miserable ,
- scummy ,
- scurvy
6. Από τα πιο περιφρονητικά είδη
- "Ανόητη δειλία"
- "Ένα χαμηλό ακροβατικό για να τραβήξει"
- "Ένα χαμηλό πάνω παπάκι"
- "Η άθλια μεταχείριση της οικογένειάς του"
- "Δυστυχισμένος πατερωτός!"
- "Ένας απαίσιο λύσσα"
- "Ένα τέχνασμα σκορβούτου"
- συνώνυμο:
- αποστρέφομαι ,
- χαμηλός ,
- χαμηλότερα ,
- άθλιοσ ,
- απατεώνασ ,
- σκορβούτο
7. Low or inferior in station or quality
- "A humble cottage"
- "A lowly parish priest"
- "A modest man of the people"
- "Small beginnings"
- synonym:
- humble ,
- low ,
- lowly ,
- modest ,
- small
7. Χαμηλός ή κατώτερος στο σταθμό ή την ποιότητα
- "Ένα ταπεινό εξοχικό"
- "Ένας ταπεινός ιερέας"
- "Ένας μετριοπαθής άνθρωπος του λαού"
- "Μικρές αρχές"
- συνώνυμο:
- ταπεινός ,
- χαμηλός ,
- χαμηλά ,
- μέτριος ,
- μικρός
8. No longer sufficient
- "Supplies are low"
- "Our funds are depleted"
- synonym:
- depleted ,
- low
8. Δεν είναι πλέον αρκετό
- "Οι προμήθειες είναι χαμηλές"
- "Τα χρήματά μας εξαντλούνται"
- συνώνυμο:
- εξαντληθεί ,
- χαμηλός
9. Subdued or brought low in condition or status
- "Brought low"
- "A broken man"
- "His broken spirit"
- synonym:
- broken ,
- crushed ,
- humbled ,
- humiliated ,
- low
9. Υποτονική ή έφερε χαμηλή κατάσταση ή κατάσταση
- "Χαμηλή επαγγελματική"
- "Ένας σπασμένος άνθρωπος"
- "Το σπασμένο πνεύμα"
- συνώνυμο:
- σπασμένος ,
- συνθλίβω ,
- ταπεινωμένο ,
- χαμηλός
10. Filled with melancholy and despondency
- "Gloomy at the thought of what he had to face"
- "Gloomy predictions"
- "A gloomy silence"
- "Took a grim view of the economy"
- "The darkening mood"
- "Lonely and blue in a strange city"
- "Depressed by the loss of his job"
- "A dispirited and resigned expression on her face"
- "Downcast after his defeat"
- "Feeling discouraged and downhearted"
- synonym:
- gloomy ,
- grim ,
- blue ,
- depressed ,
- dispirited ,
- down(p) ,
- downcast ,
- downhearted ,
- down in the mouth ,
- low ,
- low-spirited
10. Γεμάτο με μελαγχολία και απελπισία
- "Ελευθερία στη σκέψη του τι έπρεπε να αντιμετωπίσει"
- "Ελεύθερες προβλέψεις"
- "Μια ζοφερή σιωπή"
- "Έχει μια ζοφερή άποψη για την οικονομία"
- "Η σκοτεινή διάθεση"
- "Μοναχικό και μπλε σε μια παράξενη πόλη"
- "Καταθλιπτικός από την απώλεια της δουλειάς του"
- "Μια ανατρεπτική και παραιτημένη έκφραση στο πρόσωπό της"
- "Μετά την ήττα του"
- "Αισθάνεστε αποθαρρυμένοι και αποκαρδιωμένοι"
- συνώνυμο:
- ζοφερόσ ,
- γκρινιάζω ,
- μπλε ,
- κατάθλιψη ,
- αποπληρώνω ,
- ΚΟΝ()<TAG1> ,
- πτώση ,
- απερίσκεπτοσ ,
- κάτω στο στόμα ,
- χαμηλός ,
- χαμηλοπενιχρόσ
adverb
1. In a low position
- Near the ground
- "The branches hung low"
- synonym:
- low
1. Σε χαμηλή θέση
- Κοντά στο έδαφος
- "Τα κλαδιά κρεμόντουσαν χαμηλά"
- συνώνυμο:
- χαμηλός