Translation meaning & definition of the word "loving" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγάπη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Loving
[Αγαπώ]/ləvɪŋ/
adjective
1. Feeling or showing love and affection
- "Loving parents"
- "Loving glances"
- synonym:
- loving
1. Αίσθηση ή επίδειξη αγάπης και στοργής
- "Αγαπημένοι γονείς"
- "Αγαπημένα βλέμματα"
- συνώνυμο:
- αγαπώ
Examples of using
We are all capable of loving and being loved at the moment of our birth.
Είμαστε όλοι ικανοί να αγαπάμε και να αγαπιόμαστε τη στιγμή της γέννησής μας.
I never stopped loving you.
Δεν σταμάτησα ποτέ να σε αγαπώ.
I've never stopped loving you.
Δεν έχω σταματήσει ποτέ να σε αγαπώ.