Translation meaning & definition of the word "lover" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εραστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lover
[Εραστήσ]/ləvər/
noun
1. A person who loves someone or is loved by someone
- synonym:
- lover
1. Ένα άτομο που αγαπά κάποιον ή αγαπιέται από κάποιον
- συνώνυμο:
- εραστής
2. An ardent follower and admirer
- synonym:
- fan ,
- buff ,
- devotee ,
- lover
2. Ένθερμος οπαδός και θαυμαστής
- συνώνυμο:
- ανεμιστήρας ,
- βουλώνω ,
- πιστός ,
- εραστής
3. A significant other to whom you are not related by marriage
- synonym:
- lover
3. Ένα σημαντικό άλλο με το οποίο δεν σχετίζεστε με το γάμο
- συνώνυμο:
- εραστής
Examples of using
Her lover is a spy working for the British government.
Ο εραστής της είναι ένας κατάσκοπος που εργάζεται για τη βρετανική κυβέρνηση.
She has a lover.
Έχει έναν εραστή.
Tom is Mary's lover.
Ο Τομ είναι ο εραστής της Μαίρης.