Translation meaning & definition of the word "lovely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγάπη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lovely
[Υπέροχος]/ləvli/
noun
1. A very pretty girl who works as a photographer's model
- synonym:
- cover girl ,
- pin-up ,
- lovely
1. Ένα πολύ όμορφο κορίτσι που εργάζεται ως μοντέλο φωτογράφου
- συνώνυμο:
- κουτάβι ,
- περιπλανώμενοσ ,
- υπέροχος
adjective
1. Appealing to the emotions as well as the eye
- synonym:
- lovely
1. Ελκυστική για τα συναισθήματα καθώς και το μάτι
- συνώνυμο:
- υπέροχος
2. Lovable especially in a childlike or naive way
- synonym:
- adorable ,
- endearing ,
- lovely
2. Αξιαγάπητος ειδικά με παιδικό ή αφελή τρόπο
- συνώνυμο:
- λατρευτός ,
- προσφέρω ,
- υπέροχος
Examples of using
You're a very lovely woman.
Είσαι μια πολύ όμορφη γυναίκα.
You have a lovely home.
Έχετε ένα υπέροχο σπίτι.
That would be lovely, wouldn't it?
Θα ήταν υπέροχο, έτσι δεν είναι?