Translation meaning & definition of the word "love" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγάπη" στην ελληνική γλώσσα
Love
[Αγάπη]noun
1. A strong positive emotion of regard and affection
- "His love for his work"
- "Children need a lot of love"
- synonym:
- love
1. Ένα ισχυρό θετικό συναίσθημα σεβασμού και αγάπης
- "Η αγάπη του για τη δουλειά του"
- "Τα παιδιά χρειάζονται πολλή αγάπη"
- συνώνυμο:
- αγάπη
2. Any object of warm affection or devotion
- "The theater was her first love"
- "He has a passion for cock fighting"
- synonym:
- love ,
- passion
2. Κάθε αντικείμενο ζεστής αγάπης ή αφοσίωσης
- "Το θέατρο ήταν η πρώτη της αγάπη"
- "Έχει πάθος για την καταπολέμηση του κόκορα"
- συνώνυμο:
- αγάπη ,
- πάθος
3. A beloved person
- Used as terms of endearment
- synonym:
- beloved ,
- dear ,
- dearest ,
- honey ,
- love
3. Ένας αγαπημένος άνθρωπος
- Χρησιμοποιείται ως όροι ενδοσκόπησης
- συνώνυμο:
- αγαπημένοσ ,
- αγαπητέ ,
- αγαπητόσ ,
- μέλι ,
- αγάπη
4. A deep feeling of sexual desire and attraction
- "Their love left them indifferent to their surroundings"
- "She was his first love"
- synonym:
- love ,
- sexual love ,
- erotic love
4. Ένα βαθύ αίσθημα σεξουαλικής επιθυμίας και έλξης
- "Η αγάπη τους τους άφησε αδιάφορους στο περιβάλλον τους"
- "Ήταν η πρώτη του αγάπη"
- συνώνυμο:
- αγάπη ,
- σεξουαλική αγάπη ,
- ερωτική αγάπη
5. A score of zero in tennis or squash
- "It was 40 love"
- synonym:
- love
5. Μια βαθμολογία μηδέν στο τένις ή σκουός
- "Είχε 40 αγάπη"
- συνώνυμο:
- αγάπη
6. Sexual activities (often including sexual intercourse) between two people
- "His lovemaking disgusted her"
- "He hadn't had any love in months"
- "He has a very complicated love life"
- synonym:
- sexual love ,
- lovemaking ,
- making love ,
- love ,
- love life
6. Σεξουαλικές δραστηριότητες (συχνά συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής επαφής) μεταξύ δύο ατόμων
- "Το ερωτικό της πρόσωπο την αηδίασε"
- "Δεν είχε αγάπη εδώ και μήνες"
- "Έχει μια πολύ περίπλοκη ερωτική ζωή"
- συνώνυμο:
- σεξουαλική αγάπη ,
- ερωτευτικόσ ,
- κάνοντας έρωτα ,
- αγάπη ,
- αγάπη ζωή
verb
1. Have a great affection or liking for
- "I love french food"
- "She loves her boss and works hard for him"
- synonym:
- love
1. Έχετε μια μεγάλη αγάπη ή συμπαθείτε για
- "Λατρεύω το γαλλικό φαγητό"
- "Αγαπάει το αφεντικό της και δουλεύει σκληρά για αυτόν"
- συνώνυμο:
- αγάπη
2. Get pleasure from
- "I love cooking"
- synonym:
- love ,
- enjoy
2. Απολαμβάνω την ευχαρίστηση από
- "Μου αρέσει να μαγειρεύω"
- συνώνυμο:
- αγάπη ,
- απολαμβάνω
3. Be enamored or in love with
- "She loves her husband deeply"
- synonym:
- love
3. Να είσαι ερωτευμένος ή ερωτευμένος με
- "Αγαπάει βαθιά τον άντρα της"
- συνώνυμο:
- αγάπη
4. Have sexual intercourse with
- "This student sleeps with everyone in her dorm"
- "Adam knew eve"
- "Were you ever intimate with this man?"
- synonym:
- sleep together ,
- roll in the hay ,
- love ,
- make out ,
- make love ,
- sleep with ,
- get laid ,
- have sex ,
- know ,
- do it ,
- be intimate ,
- have intercourse ,
- have it away ,
- have it off ,
- screw ,
- fuck ,
- jazz ,
- eff ,
- hump ,
- lie with ,
- bed ,
- have a go at it ,
- bang ,
- get it on ,
- bonk
4. Έχετε σεξουαλική επαφή με
- "Αυτή η μαθήτρια κοιμάται με όλους στο κοιτώνα της"
- "Ο αδάμ ήξερε την εύα"
- "Έχετε ποτέ οικεία με αυτόν τον άνθρωπο?"
- συνώνυμο:
- κοιμηθείτε μαζί ,
- τυλίγω στο σανό ,
- αγάπη ,
- βγάζω βαθιά ,
- κάνω έρωτα ,
- κοιμάμαι με ,
- παίζω ,
- κάνω σεξ ,
- ξέρω ,
- κάνω το ,
- είμαι οικείος ,
- έχω σεξουαλική επαφή ,
- το έχω μακριά ,
- το απομακρύνω ,
- βίδα ,
- γαμώ ,
- τζαζ ,
- εξαγωγή ,
- αναταραχή ,
- ξαπλώνω ,
- κρεβάτι ,
- πηγαίνω σε αυτό ,
- μπανγκ ,
- το παίρνω ,
- καλό