Translation meaning & definition of the word "lovable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλόβο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lovable
[Αγαπητός]/ləvəbəl/
adjective
1. Having characteristics that attract love or affection
- "A mischievous but lovable child"
- synonym:
- lovable ,
- loveable
1. Έχοντας χαρακτηριστικά που προσελκύουν την αγάπη ή την αγάπη
- "Ένα άτακτο αλλά αξιαγάπητο παιδί"
- συνώνυμο:
- αξιαγάπητος ,
- αγαπητόσ