Translation meaning & definition of the word "lousy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φαντασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lousy
[Κακός]/laʊzi/
adjective
1. Very bad
- "A lousy play"
- "It's a stinking world"
- synonym:
- icky ,
- crappy ,
- lousy ,
- rotten ,
- shitty ,
- stinking ,
- stinky
1. Πολύ κακό
- "Ένα άθλιο παιχνίδι"
- "Είναι ένας βρωμερός κόσμος"
- συνώνυμο:
- ευκίνητοσ ,
- τρελόσ ,
- λούσι ,
- σάπιοσ ,
- τσιτί ,
- βρωμάει ,
- βρωμερός
2. Infested with lice
- "Burned their lousy clothes"
- synonym:
- lousy
2. Μολυσμένο με ψείρες
- "Κάψαν τα χάλια ρούχα τους"
- συνώνυμο:
- λούσι
3. Vile
- Despicable
- "A dirty (or lousy) trick"
- "A filthy traitor"
- synonym:
- dirty ,
- filthy ,
- lousy
3. Αχρείος
- Απεχθήσ
- "Ένα βρώμικο τέχνασμα ( ή λουσι)"
- "Ένας βρώμικος προδότης"
- συνώνυμο:
- βρώμικος ,
- βρωμερόσ ,
- λούσι
Examples of using
I'm a lousy singer.
Είμαι ένας άθλιος τραγουδιστής.