Translation meaning & definition of the word "louse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψείρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Louse
[Ψείρα]/laʊs/
noun
1. Wingless usually flattened bloodsucking insect parasitic on warm-blooded animals
- synonym:
- louse ,
- sucking louse
1. Χωρίς φτερά συνήθως πεπλατυσμένα παρασιτικά εντόμων που απορροφούν αίμα σε θερμόαιμα ζώα
- συνώνυμο:
- ψείρα ,
- πιπίλισμα ψείρας
2. A person who has a nasty or unethical character undeserving of respect
- synonym:
- worm ,
- louse ,
- insect ,
- dirt ball
2. Ένα άτομο που έχει έναν δυσάρεστο ή ανήθικο χαρακτήρα που δεν τρέφει τον σεβασμό
- συνώνυμο:
- σκουλήκι ,
- ψείρα ,
- έντομο ,
- μπάλα βρομιάς
3. Any of several small insects especially aphids that feed by sucking the juices from plants
- synonym:
- plant louse ,
- louse
3. Οποιοδήποτε από τα πολλά μικρά έντομα ειδικά αφίδες που τρέφονται με το πιπίλισμα των χυμών από τα φυτά
- συνώνυμο:
- φυτική ψείρα ,
- ψείρα
4. Wingless insect with mouth parts adapted for biting
- Mostly parasitic on birds
- synonym:
- bird louse ,
- biting louse ,
- louse
4. Έντομο χωρίς φτερά με μέρη του στόματος προσαρμοσμένα για δάγκωμα
- Κυρίως παρασιτικά στα πουλιά
- συνώνυμο:
- πουλί ,
- δαγκώνω ,
- ψείρα