Translation meaning & definition of the word "loupe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λουπέ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Loupe
[Λούπε]/lup/
noun
1. Small magnifying glass (usually set in an eyepiece) used by jewelers and horologists
- synonym:
- loupe ,
- jeweler's loupe
1. Μικρός μεγεθυντικός φακός (συνήθως τοποθετείται σε προσοφθάλμιο που χρησιμοποιείται από κοσμηματοπώλες και ωρολόγους
- συνώνυμο:
- λούπε ,
- η λουπία του κοσμηματοπώλη