Translation meaning & definition of the word "loud" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυνατά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Loud
[Δυνατά]/laʊd/
adjective
1. Characterized by or producing sound of great volume or intensity
- "A group of loud children"
- "Loud thunder"
- "Her voice was too loud"
- "Loud trombones"
- synonym:
- loud
1. Χαρακτηρίζεται από ή παράγει ήχο μεγάλου όγκου ή έντασης
- "Μια ομάδα δυνατών παιδιών"
- "Δυνατή βροντή"
- "Η φωνή της ήταν πολύ δυνατή"
- "Δυνατά τρομπόνια"
- συνώνυμο:
- δυνατός
2. Tastelessly showy
- "A flash car"
- "A flashy ring"
- "Garish colors"
- "A gaudy costume"
- "Loud sport shirts"
- "A meretricious yet stylish book"
- "Tawdry ornaments"
- synonym:
- brassy ,
- cheap ,
- flash ,
- flashy ,
- garish ,
- gaudy ,
- gimcrack ,
- loud ,
- meretricious ,
- tacky ,
- tatty ,
- tawdry ,
- trashy
2. Άγευστα επιδεικτικά
- "Ένα αυτοκίνητο λάμψης"
- "Ένα φανταχτερό δαχτυλίδι"
- "Γαρινά χρώματα"
- "Ένα φανταχτερό κοστούμι"
- "Δυνατά αθλητικά πουκάμισα"
- "Ένα απλό αλλά κομψό βιβλίο"
- "Στολίδια στέγης"
- συνώνυμο:
- μπρούατσα ,
- φθηνόσ ,
- φλας ,
- φανταχτερός ,
- γαργάρα ,
- τζιμρούντζ ,
- δυνατός ,
- απλουστευμένοσ ,
- κολλώδης ,
- τατουάζ ,
- ταβέρ ,
- σκουπίδια
3. Used chiefly as a direction or description in music
- "The forte passages in the composition"
- synonym:
- forte ,
- loud
3. Χρησιμοποιείται κυρίως ως κατεύθυνση ή περιγραφή στη μουσική
- "Τα φόρτε περάσματα στη σύνθεση"
- συνώνυμο:
- φόρτε ,
- δυνατός
adverb
1. With relatively high volume
- "The band played loudly"
- "She spoke loudly and angrily"
- "He spoke loud enough for those at the back of the room to hear him"
- "Cried aloud for help"
- synonym:
- loudly ,
- loud ,
- aloud
1. Με σχετικά μεγάλο όγκο
- "Η μπάντα έπαιξε δυνατά"
- "Μίλησε δυνατά και θυμωμένα"
- "Μίλησε αρκετά δυνατά για εκείνους στο πίσω μέρος του δωματίου να τον ακούσουν"
- "Φώναξε δυνατά για βοήθεια"
- συνώνυμο:
- δυνατά ,
- δυνατός ,
- αλούντ
Examples of using
My grandson cries very loud.
Ο εγγονός μου κλαίει πολύ δυνατά.
I turned the radio on so loud that the walls shook.
Άνοιξα το ραδιόφωνο τόσο δυνατά που οι τοίχοι ταρακουνήθηκαν.
Suddenly, the silence was broken by a loud explosion.
Ξαφνικά, η σιωπή έσπασε από μια δυνατή έκρηξη.