Translation meaning & definition of the word "lotion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λοσιόν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lotion
[Λοσιόν]/loʊʃən/
noun
1. Any of various cosmetic preparations that are applied to the skin
- synonym:
- lotion
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα καλλυντικά παρασκευάσματα που εφαρμόζονται στο δέρμα
- συνώνυμο:
- λοσιόν
2. Liquid preparation having a soothing or antiseptic or medicinal action when applied to the skin
- "A lotion for dry skin"
- synonym:
- lotion ,
- application
2. Υγρό παρασκεύασμα με καταπραϋντική ή αντισηπτική ή φαρμακευτική δράση όταν εφαρμόζεται στο δέρμα
- "Μια λοσιόν για το ξηρό δέρμα"
- συνώνυμο:
- λοσιόν ,
- εφαρμογή
Examples of using
I need hand lotion.
Χρειάζομαι λοσιόν χεριών.