Translation meaning & definition of the word "lot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραπάνω" στην ελληνική γλώσσα
Lot
[Λαχτ]noun
1. (often followed by `of') a large number or amount or extent
- "A batch of letters"
- "A deal of trouble"
- "A lot of money"
- "He made a mint on the stock market"
- "See the rest of the winners in our huge passel of photos"
- "It must have cost plenty"
- "A slew of journalists"
- "A wad of money"
- synonym:
- batch ,
- deal ,
- flock ,
- good deal ,
- great deal ,
- hatful ,
- heap ,
- lot ,
- mass ,
- mess ,
- mickle ,
- mint ,
- mountain ,
- muckle ,
- passel ,
- peck ,
- pile ,
- plenty ,
- pot ,
- quite a little ,
- raft ,
- sight ,
- slew ,
- spate ,
- stack ,
- tidy sum ,
- wad
1. (συχνά ακολουθείται από ``του ') ένας μεγάλος αριθμός ή ποσό ή έκταση
- "Μια παρτίδα γραμμάτων"
- "Μια συγκυρία"
- "Πολλά χρήματα"
- "Έφτιαξε μια μέντα στο χρηματιστήριο"
- "Δείτε τους υπόλοιπους νικητές στο τεράστιο πάσσαλ φωτογραφιών μας"
- "Πρέπει να κοστίζει πολύ"
- "Πλήθος δημοσιογράφων"
- "Ένα ποσό χρημάτων"
- συνώνυμο:
- παρτίδα ,
- συμφωνία ,
- κοπάδι ,
- καλή συμφωνία ,
- πολύ ,
- ευχάριστοσ ,
- σωρός ,
- μάζα ,
- χάος ,
- ανακατώνω ,
- μέντα ,
- βουνό ,
- λασπώνω ,
- πάσσελ ,
- πεκ ,
- πολλά ,
- δοχείο ,
- αρκετά λίγο ,
- σχεδία ,
- θέαμα ,
- λεπτόσ ,
- επικάλυψη ,
- στοίβα ,
- τακτοποιημένο άθροισμα ,
- βατ
2. A parcel of land having fixed boundaries
- "He bought a lot on the lake"
- synonym:
- lot
2. Ένα αγροτεμάχιο γης που έχει σταθερά όρια
- "Αγόρασε πολλά στη λίμνη"
- συνώνυμο:
- πολύ
3. An unofficial association of people or groups
- "The smart set goes there"
- "They were an angry lot"
- synonym:
- set ,
- circle ,
- band ,
- lot
3. Μια ανεπίσημη ένωση ανθρώπων ή ομάδων
- "Το έξυπνο σετ πηγαίνει εκεί"
- "Ήταν πολύ θυμωμένοι"
- συνώνυμο:
- σετ ,
- κύκλος ,
- μπάντα ,
- πολύ
4. Your overall circumstances or condition in life (including everything that happens to you)
- "Whatever my fortune may be"
- "Deserved a better fate"
- "Has a happy lot"
- "The luck of the irish"
- "A victim of circumstances"
- "Success that was her portion"
- synonym:
- fortune ,
- destiny ,
- fate ,
- luck ,
- lot ,
- circumstances ,
- portion
4. Τις συνολικές σας περιστάσεις ή κατάσταση στη ζωή (συμπεριλαμβανομένων όλων όσων συμβαίνουν σε σας)
- "Όποια και αν είναι η τύχη μου"
- "Αποφάσισε μια καλύτερη μοίρα"
- "Έχει πολύ χαρούμενο"
- "Η τύχη των ιρλανδών"
- "Θύμα των περιστάσεων"
- "Η επιτυχία αυτή ήταν το μερίδιό της"
- συνώνυμο:
- τύχη ,
- πεπρωμένο ,
- μοίρα ,
- πολύ ,
- περιστάσεις ,
- μερίδα
5. Anything (straws or pebbles etc.) taken or chosen at random
- "The luck of the draw"
- "They drew lots for it"
- synonym:
- draw ,
- lot
5. Οτιδήποτε (αράτα ή βότσαλα κλπ.) λαμβάνεται ή επιλέγεται τυχαία
- "Η τύχη της κλήρωσης"
- "Σχεδίασαν πολλά για αυτό"
- συνώνυμο:
- παίρνω ,
- πολύ
6. Any collection in its entirety
- "She bought the whole caboodle"
- synonym:
- bunch ,
- lot ,
- caboodle
6. Οποιαδήποτε συλλογή στο σύνολό της
- "Αγόρασε ολόκληρο το καμπουντλ"
- συνώνυμο:
- μπουκέτο ,
- πολύ ,
- καμπούντλ
7. (old testament) nephew of abraham
- God destroyed sodom and gomorrah but chose to spare lot and his family who were told to flee without looking back at the destruction
- synonym:
- Lot
7. (παλαιά διαθήκη) ανιψιός του αβραάμ
- Ο θεός κατέστρεψε τα σόδομα και τα γόμορρα, αλλά επέλεξε να σώσει τον λωτ και την οικογένειά του που του είπαν να φύγει
- συνώνυμο:
- Λαχτ
verb
1. Divide into lots, as of land, for example
- synonym:
- lot
1. Χωρίστε σε παρτίδες, από τη γη, για παράδειγμα
- συνώνυμο:
- πολύ
2. Administer or bestow, as in small portions
- "Administer critical remarks to everyone present"
- "Dole out some money"
- "Shell out pocket money for the children"
- "Deal a blow to someone"
- "The machine dispenses soft drinks"
- synonym:
- distribute ,
- administer ,
- mete out ,
- deal ,
- parcel out ,
- lot ,
- dispense ,
- shell out ,
- deal out ,
- dish out ,
- allot ,
- dole out
2. Χορηγήστε ή παραχωρήστε, όπως σε μικρές μερίδες
- "Διαχειριστείτε κριτικές παρατηρήσεις σε όλους τους παρόντες"
- "Εκτέλεσαν κάποια χρήματα"
- "Βγάλτε τα χρήματα τσέπης για τα παιδιά"
- "Συμφωνήστε ένα χτύπημα σε κάποιον"
- "Η μηχανή διανέμει αναψυκτικά"
- συνώνυμο:
- διανέμω ,
- χορηγώ ,
- εκτελώ ,
- συμφωνία ,
- αποστέλλω ,
- πολύ ,
- απαλλάσσω ,
- πετάω ,
- αποτυγχάνω ,
- πιάτο ,
- παραχώρηση