Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "lost" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαμένη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Lost

[Χαμένος]
/lɔst/

noun

1. People who are destined to die soon

  • "The agony of the doomed was in his voice"
    synonym:
  • doomed
  • ,
  • lost

1. Άνθρωποι που προορίζονται να πεθάνουν σύντομα

  • "Η αγωνία των καταδικασμένων ήταν στη φωνή του"
    συνώνυμο:
  • καταδικασμένος
  • ,
  • χαμένος

adjective

1. No longer in your possession or control

  • Unable to be found or recovered
  • "A lost child"
  • "Lost friends"
  • "His lost book"
  • "Lost opportunities"
    synonym:
  • lost

1. Δεν είναι πλέον στην κατοχή ή τον έλεγχό σας

  • Δεν μπορεί να βρεθεί ή να ανακτηθεί
  • "Χαμένο παιδί"
  • "Χαμένοι φίλοι"
  • "Χαμένο βιβλίο"
  • "Χαμένες ευκαιρίες"
    συνώνυμο:
  • χαμένος

2. Having lost your bearings

  • Confused as to time or place or personal identity
  • "I frequently find myself disoriented when i come up out of the subway"
  • "The anesthetic left her completely disoriented"
    synonym:
  • confused
  • ,
  • disoriented
  • ,
  • lost

2. Έχοντας χάσει τα ρουλεμάν σας

  • Σύγχυση ως προς το χρόνο ή τον τόπο ή την προσωπική ταυτότητα
  • "Συχνά βρίσκω τον εαυτό μου αποπροσανατολισμένο όταν βγαίνω από το μετρό"
  • "Το αναισθητικό την άφησε εντελώς αποπροσανατολισμένη"
    συνώνυμο:
  • μπερδεμένος
  • ,
  • αποπροσανατολισμένη
  • ,
  • χαμένος

3. Spiritually or physically doomed or destroyed

  • "Lost souls"
  • "A lost generation"
  • "A lost ship"
  • "The lost platoon"
    synonym:
  • lost

3. Πνευματικά ή σωματικά καταδικασμένα ή καταστραμμένα

  • "Χαμένες ψυχές"
  • "Μια χαμένη γενιά"
  • "Χαμένο πλοίο"
  • "Η χαμένη διμοιρία"
    συνώνυμο:
  • χαμένος

4. Not gained or won

  • "A lost battle"
  • "A lost prize"
    synonym:
  • lost

4. Δεν κέρδισε ή κέρδισε

  • "Μια χαμένη μάχη"
  • "Χαμένο βραβείο"
    συνώνυμο:
  • χαμένος

5. Incapable of being recovered or regained

  • "His lost honor"
    synonym:
  • lost

5. Ανίκανος να ανακτηθεί ή να ανακτηθεί

  • "Χαμένη τιμή"
    συνώνυμο:
  • χαμένος

6. Not caught with the senses or the mind

  • "Words lost in the din"
    synonym:
  • lost
  • ,
  • missed

6. Δεν πιάνεται με τις αισθήσεις ή το μυαλό

  • "Λέξεις που χάθηκαν στο δην"
    συνώνυμο:
  • χαμένος
  • ,
  • χαμένοσ

7. Deeply absorbed in thought

  • "As distant and bemused as a professor listening to the prattling of his freshman class"
  • "Lost in thought"
  • "A preoccupied frown"
    synonym:
  • bemused
  • ,
  • deep in thought(p)
  • ,
  • lost(p)
  • ,
  • preoccupied

7. Βαθιά απορροφημένος στη σκέψη

  • "Σαν μακρινός και σαν καθηγητής που ακούει το τσίμπημα της τάξης του πρωτοπόρου"
  • "Χαμένος στη σκέψη"
  • "Ένα απασχολημένο συνοφρύωμα"
    συνώνυμο:
  • παραπονιέται
  • ,
  • βαθιά στη σκέψη()
  • ,
  • χαμέν()
  • ,
  • απασχολημένος

8. Perplexed by many conflicting situations or statements

  • Filled with bewilderment
  • "Obviously bemused by his questions"
  • "Bewildered and confused"
  • "A cloudy and confounded philosopher"
  • "Just a mixed-up kid"
  • "She felt lost on the first day of school"
    synonym:
  • baffled
  • ,
  • befuddled
  • ,
  • bemused
  • ,
  • bewildered
  • ,
  • confounded
  • ,
  • confused
  • ,
  • lost
  • ,
  • mazed
  • ,
  • mixed-up
  • ,
  • at sea

8. Ανησυχείτε για πολλές αντικρουόμενες καταστάσεις ή δηλώσεις

  • Γεμάτο με μπερδεμένο
  • "Προφανώς διασκεδάζει με τις ερωτήσεις του"
  • "Μπερδεμένος και μπερδεμένος"
  • "Ένας συννεφιασμένος και συγχυσμένος φιλόσοφος"
  • "Απλά ένα μπερδεμένο παιδί"
  • "Αισθάνθηκε χαμένη την πρώτη μέρα του σχολείου"
    συνώνυμο:
  • παραπονιέται
  • ,
  • ανακατωμένος
  • ,
  • μπερδεμένος
  • ,
  • συγχέεται
  • ,
  • χαμένος
  • ,
  • ζαλισμένος
  • ,
  • ανάμεικτοσ
  • ,
  • στη θάλασσα

9. Unable to function

  • Without help
    synonym:
  • helpless
  • ,
  • lost

9. Ανίκανος να λειτουργήσει

  • Χωρίς βοήθεια
    συνώνυμο:
  • αβοήθητος
  • ,
  • χαμένος

Examples of using

Be careful that you don't get lost.
Προσέξτε να μην χαθείτε.
I've lost a lot of weight since I've been on a diet.
Έχω χάσει πολύ βάρος από τότε που έχω κάνει δίαιτα.
When Tom lost his job, he couldn't keep up his mortgage repayments and he was threatened with foreclosure.
Όταν ο Τομ έχασε τη δουλειά του, δεν μπορούσε να συνεχίσει τις αποπληρωμές υποθηκών του και απειλήθηκε με αποκλεισμό.