Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "loss" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απώλεια" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Loss

[Απώλεια]
/lɔs/

noun

1. Something that is lost

  • "The car was a total loss"
  • "Loss of livestock left the rancher bankrupt"
    synonym:
  • loss

1. Κάτι που χάνεται

  • "Το αυτοκίνητο ήταν μια πλήρης απώλεια"
  • "Η απώλεια ζώων άφησε τον κτηνοτρόφο σε πτώχευση"
    συνώνυμο:
  • απώλεια

2. Gradual decline in amount or activity

  • "Weight loss"
  • "A serious loss of business"
    synonym:
  • loss

2. Σταδιακή μείωση του ποσού ή της δραστηριότητας

  • "Απώλεια βάρους"
  • "Σοβαρή απώλεια επιχειρήσεων"
    συνώνυμο:
  • απώλεια

3. The act of losing someone or something

  • "Everyone expected him to win so his loss was a shock"
    synonym:
  • loss

3. Η πράξη του να χάνεις κάποιον ή κάτι τέτοιο

  • "Όλοι περίμεναν ότι θα κερδίσει, οπότε η απώλειά του ήταν ένα σοκ"
    συνώνυμο:
  • απώλεια

4. The disadvantage that results from losing something

  • "His loss of credibility led to his resignation"
  • "Losing him is no great deprivation"
    synonym:
  • loss
  • ,
  • deprivation

4. Το μειονέκτημα που προκύπτει από την απώλεια κάτι

  • "Η απώλεια της αξιοπιστίας του οδήγησε στην παραίτησή του"
  • "Η απώλεια του δεν είναι μεγάλη στέρηση"
    συνώνυμο:
  • απώλεια
  • ,
  • στέρηση

5. The experience of losing a loved one

  • "He sympathized on the loss of their grandfather"
    synonym:
  • loss

5. Η εμπειρία της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου

  • "Συμπάθησε την απώλεια του παππού τους"
    συνώνυμο:
  • απώλεια

6. The amount by which the cost of a business exceeds its revenue

  • "The company operated at a loss last year"
  • "The company operated in the red last year"
    synonym:
  • loss
  • ,
  • red ink
  • ,
  • red

6. Το ποσό κατά το οποίο το κόστος μιας επιχείρησης υπερβαίνει τα έσοδά της

  • "Η εταιρεία λειτούργησε με ζημία πέρυσι"
  • "Η εταιρεία λειτούργησε με κόκκινο χρώμα πέρυσι"
    συνώνυμο:
  • απώλεια
  • ,
  • κόκκινο μελάνι
  • ,
  • κόκκινο

7. Military personnel lost by death or capture

    synonym:
  • personnel casualty
  • ,
  • loss

7. Στρατιωτικό προσωπικό που χάνεται από το θάνατο ή τη σύλληψη

    συνώνυμο:
  • ατύχημα προσωπικού
  • ,
  • απώλεια

8. Euphemistic expressions for death

  • "Thousands mourned his passing"
    synonym:
  • passing
  • ,
  • loss
  • ,
  • departure
  • ,
  • exit
  • ,
  • expiration
  • ,
  • going
  • ,
  • release

8. Ευφημιστικές εκφράσεις για το θάνατο

  • "Χιλιάδες θρηνούν το πέρασμά του"
    συνώνυμο:
  • πέρασμα
  • ,
  • απώλεια
  • ,
  • αναχώρηση
  • ,
  • έξοδος
  • ,
  • λήξη
  • ,
  • πηγαίνω
  • ,
  • απελευθέρωση

Examples of using

I'm at a loss for any advice to you.
Είμαι σε μια απώλεια για οποιαδήποτε συμβουλή σε σας.
I'm at a loss to explain Tom's absence.
Είμαι χαμένος για να εξηγήσω την απουσία του Τομ.
I want to report the loss of some jewelry.
Θέλω να αναφέρω την απώλεια κάποιων κοσμημάτων.