Translation meaning & definition of the word "lose" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χάνει" στην ελληνική γλώσσα
Lose
[Χάνω]verb
1. Fail to keep or to maintain
- Cease to have, either physically or in an abstract sense
- "She lost her purse when she left it unattended on her seat"
- synonym:
- lose
1. Αποτυχία διατήρησης ή διατήρησης
- Σταματήστε να έχετε, είτε σωματικά είτε με αφηρημένη έννοια
- "Έχασε το πορτοφόλι της όταν το άφησε χωρίς επίβλεψη στη θέση της"
- συνώνυμο:
- χάνω
2. Fail to win
- "We lost the battle but we won the war"
- synonym:
- lose
2. Αποτυχία να κερδίσει
- "Χάσαμε τη μάχη αλλά κερδίσαμε τον πόλεμο"
- συνώνυμο:
- χάνω
3. Suffer the loss of a person through death or removal
- "She lost her husband in the war"
- "The couple that wanted to adopt the child lost her when the biological parents claimed her"
- synonym:
- lose
3. Υποφέρουν από την απώλεια ενός ατόμου μέσω του θανάτου ή της αφαίρεσης
- "Έχασε τον άντρα της στον πόλεμο"
- "Το ζευγάρι που ήθελε να υιοθετήσει το παιδί την έχασε όταν οι βιολογικοί γονείς την υποστήριξαν"
- συνώνυμο:
- χάνω
4. Place (something) where one cannot find it again
- "I misplaced my eyeglasses"
- synonym:
- misplace ,
- mislay ,
- lose
4. Τοποθετήστε (κάτι) όπου δεν μπορείτε να το βρείτε ξανά
- "Λάθος τοποθέτησα τα γυαλιά μου"
- συνώνυμο:
- ανακριβήσ ,
- παραπλανώ ,
- χάνω
5. Miss from one's possessions
- Lose sight of
- "I've lost my glasses again!"
- synonym:
- lose
5. Χάστε από τα υπάρχοντά σας
- Ξεχνώ
- "Έχω χάσει τα γυαλιά μου και πάλι!"
- συνώνυμο:
- χάνω
6. Allow to go out of sight
- "The detective lost the man he was shadowing after he had to stop at a red light"
- synonym:
- lose
6. Αφήστε να βγει από την όραση
- "Ο ντετέκτιβ έχασε τον άνθρωπο που σκιάζει αφού έπρεπε να σταματήσει σε ένα κόκκινο φως"
- συνώνυμο:
- χάνω
7. Fail to make money in a business
- Make a loss or fail to profit
- "I lost thousands of dollars on that bad investment!"
- "The company turned a loss after the first year"
- synonym:
- lose ,
- turn a loss
7. Αποτυχία να κερδίσει χρήματα σε μια επιχείρηση
- Κάντε μια απώλεια ή αποτύχετε να επωφεληθείτε
- "Έχασα χιλιάδες δολάρια σε αυτή την κακή επένδυση!"
- "Η εταιρεία μετέτρεψε μια απώλεια μετά τον πρώτο χρόνο"
- συνώνυμο:
- χάνω ,
- μετατρέπω
8. Fail to get or obtain
- "I lost the opportunity to spend a year abroad"
- synonym:
- lose
8. Αποτυχία να πάρει ή να αποκτήσει
- "Έχασα την ευκαιρία να περάσω ένα χρόνο στο εξωτερικό"
- συνώνυμο:
- χάνω
9. Retreat
- synonym:
- fall back ,
- lose ,
- drop off ,
- fall behind ,
- recede
9. Υποχώρηση
- συνώνυμο:
- πέφτω πίσω ,
- χάνω ,
- πέφτω ,
- υποχωρώ
10. Fail to perceive or to catch with the senses or the mind
- "I missed that remark"
- "She missed his point"
- "We lost part of what he said"
- synonym:
- miss ,
- lose
10. Αποτυχία να αντιληφθεί ή να πιάσει με τις αισθήσεις ή το μυαλό
- "Έχασα αυτή την παρατήρηση"
- "Έχασε το σημείο του"
- "Χάσαμε μέρος αυτού που είπε"
- συνώνυμο:
- απολαμβάνω ,
- χάνω
11. Be set at a disadvantage
- "This author really suffers in translation"
- synonym:
- suffer ,
- lose
11. Να τεθεί σε μειονεκτική θέση
- "Αυτός ο συγγραφέας υποφέρει πραγματικά στη μετάφραση"
- συνώνυμο:
- υποφέρω ,
- χάνω