Translation meaning & definition of the word "lorry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λωρίνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lorry
[Φορτηγό]/lɔri/
noun
1. A large low horse-drawn wagon without sides
- synonym:
- lorry
1. Ένα μεγάλο χαμηλό βαγόνι χωρίς πλευρές
- συνώνυμο:
- φορτηγό
2. A large truck designed to carry heavy loads
- Usually without sides
- synonym:
- lorry ,
- camion
2. Ένα μεγάλο φορτηγό σχεδιασμένο για να μεταφέρει βαριά φορτία
- Συνήθως χωρίς πλευρές
- συνώνυμο:
- φορτηγό ,
- καμιωτά
Examples of using
I've got a lorry.
Έχω ένα φορτηγό.
The lorry had to stop because its load had fallen off.
Το φορτηγό έπρεπε να σταματήσει επειδή το φορτίο του είχε πέσει.