Translation meaning & definition of the word "lopsided" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απώλεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lopsided
[Αποτυγχάνω]/lɑpsaɪdɪd/
adjective
1. Having one side lower or smaller or lighter than the other
- synonym:
- lopsided
1. Έχοντας τη μία πλευρά χαμηλότερη ή μικρότερη ή ελαφρύτερη από την άλλη
- συνώνυμο:
- λυγισμένος
2. Turned or twisted toward one side
- "A...youth with a gorgeous red necktie all awry"- g.k.chesterton
- "His wig was, as the british say, skew-whiff"
- synonym:
- askew ,
- awry(p) ,
- cockeyed ,
- lopsided ,
- wonky ,
- skew-whiff
2. Στραμμένος ή στραμμένος προς τη μία πλευρά
- "Α. νεότερος με ένα πανέμορφο κόκκινο λαιμό όλα στραβά"- γ.κ. τσέστερτον
- "Η περούκα του ήταν, όπως λένε οι βρετανοί, σκεπτόμυαλος"
- συνώνυμο:
- ασκείται ,
- υπ()<TAG1> ,
- παραπλανημένοσ ,
- λυγισμένος ,
- βαρύτητα ,
- ανατριχιαστικός
Examples of using
You can't seriously expect that they won't recognize you in that disguise. That lopsided, dime store moustache is a dead giveaway!
Δεν μπορείτε να περιμένετε σοβαρά ότι δεν θα σας αναγνωρίσουν σε αυτή τη μεταμφίεση. Αυτό το μουστάκι αποθήκευσης δεκάρας είναι ένα νεκρό δώρο!