Translation meaning & definition of the word "lop" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κοπή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lop
[Λαξ]/lɑp/
verb
1. Cut off from a whole
- "His head was severed from his body"
- "The soul discerped from the body"
- synonym:
- discerp ,
- sever ,
- lop
1. Αποκοπεί από ένα σύνολο
- "Το κεφάλι του ήταν κομμένο από το σώμα του"
- "Η ψυχή διακρίνεται από το σώμα"
- συνώνυμο:
- απαιτητικός ,
- διακόπτω ,
- λουξ
2. Cultivate, tend, and cut back the growth of
- "Dress the plants in the garden"
- synonym:
- snip ,
- clip ,
- crop ,
- trim ,
- lop ,
- dress ,
- prune ,
- cut back
2. Καλλιεργήστε, τείνετε και περιορίστε την ανάπτυξη
- "Φόρεμα τα φυτά στον κήπο"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- κλιπ ,
- καλλιέργεια ,
- τελειώματα ,
- λουξ ,
- φόρεμα ,
- παναθηναϊκός ,
- κόβω