Translation meaning & definition of the word "loot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πυροβολισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Loot
[Λεηλατώ]/lut/
noun
1. Goods or money obtained illegally
- synonym:
- loot ,
- booty ,
- pillage ,
- plunder ,
- prize ,
- swag ,
- dirty money
1. Αγαθά ή χρήματα που λαμβάνονται παράνομα
- συνώνυμο:
- λάφυρα ,
- λεία ,
- λεηλασία ,
- λεηλατώ ,
- βραβείο ,
- παραπαίω ,
- βρώμικα χρήματα
2. Informal terms for money
- synonym:
- boodle ,
- bread ,
- cabbage ,
- clams ,
- dinero ,
- dough ,
- gelt ,
- kale ,
- lettuce ,
- lolly ,
- lucre ,
- loot ,
- moolah ,
- pelf ,
- scratch ,
- shekels ,
- simoleons ,
- sugar ,
- wampum
2. Άτυποι όροι για τα χρήματα
- συνώνυμο:
- παλιά ,
- ψωμί ,
- λάχανο ,
- αχιβάδεσ ,
- ντίνερο ,
- ζύμη ,
- τζελ ,
- καλέ ,
- μαρούλι ,
- λόλι ,
- λούκερ ,
- λάφυρα ,
- μόλα ,
- πέλμπελ ,
- γρατσουνιά ,
- σέκελ ,
- σιμολέτεσ ,
- ζάχαρη ,
- βαμπού
verb
1. Take illegally
- Of intellectual property
- "This writer plundered from famous authors"
- synonym:
- loot ,
- plunder
1. Παρανομώ
- Πνευματικής ιδιοκτησίας
- "Αυτός ο συγγραφέας λεηλατήθηκε από διάσημους συγγραφείς"
- συνώνυμο:
- λάφυρα ,
- λεηλατώ
2. Steal goods
- Take as spoils
- "During the earthquake people looted the stores that were deserted by their owners"
- synonym:
- plunder ,
- despoil ,
- loot ,
- reave ,
- strip ,
- rifle ,
- ransack ,
- pillage ,
- foray
2. Κλέβω αγαθά
- Παίρνω ως λάφυρα
- "Κατά τη διάρκεια του σεισμού οι άνθρωποι λεηλάτησαν τα καταστήματα που ερημώθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους"
- συνώνυμο:
- λεηλατώ ,
- αποστρέφω ,
- λάφυρα ,
- επαναφορά ,
- λωρίδα ,
- τουφέκι ,
- λεηλασία ,
- τρέλα
Examples of using
The thief outwitted the police and got away with his loot.
Ο κλέφτης ξεπέρασε την αστυνομία και ξέφυγε με τα λάφυρα του.