Translation meaning & definition of the word "loon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λουλούδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Loon
[Λουν]/lun/
noun
1. A worthless lazy fellow
- synonym:
- loon
1. Ένας άχρηστος τεμπέλης
- συνώνυμο:
- λόνο
2. Large somewhat primitive fish-eating diving bird of the northern hemisphere having webbed feet placed far back
- Related to the grebes
- synonym:
- loon ,
- diver
2. Μεγάλο κάπως πρωτόγονο πουλί κατάδυσης ψαριών του βόρειου ημισφαιρίου που έχει τοποθετημένα πόδια πολύ πίσω
- Σχετικά με τα κατάγματα
- συνώνυμο:
- λόνο ,
- δύτησ
3. A person with confused ideas
- Incapable of serious thought
- synonym:
- addle-head ,
- addlehead ,
- loon ,
- birdbrain
3. Ένα άτομο με μπερδεμένες ιδέες
- Ανίκανος για σοβαρή σκέψη
- συνώνυμο:
- προσθέτων ,
- πρόσθετοσ ,
- λόνο ,
- εγκέφαλος πουλιών