Translation meaning & definition of the word "loom" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλίμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Loom
[Λουά]/lum/
noun
1. A textile machine for weaving yarn into a textile
- synonym:
- loom
1. Μια υφαντική μηχανή για την ύφανση του νήματος σε ένα ύφασμα
- συνώνυμο:
- αργαλειός
verb
1. Come into view indistinctly, often threateningly
- "Another air plane loomed into the sky"
- synonym:
- loom
1. Εμφανίζεται αδιαμφισβήτητα, συχνά απειλητικά
- "Άλλο αεροπλάνο βγήκε στον ουρανό"
- συνώνυμο:
- αργαλειός
2. Appear very large or occupy a commanding position
- "The huge sculpture predominates over the fountain"
- "Large shadows loomed on the canyon wall"
- synonym:
- loom ,
- tower ,
- predominate ,
- hulk
2. Εμφανίζονται πολύ μεγάλα ή κατέχουν μια θέση διοίκησης
- "Το τεράστιο γλυπτό κυριαρχεί πάνω από το σιντριβάνι"
- "Μεγάλες σκιές βγήκαν στον τοίχο του φαραγγιού"
- συνώνυμο:
- αργαλειός ,
- πύργος ,
- κυριαρχεί ,
- χουλκ
3. Hang over, as of something threatening, dark, or menacing
- "The terrible vision brooded over her all day long"
- synonym:
- brood ,
- hover ,
- loom ,
- bulk large
3. Κρεμάστε, ως κάτι απειλητικό, σκοτεινό ή απειλητικό
- "Το φοβερό όραμα της αναπτύχθηκε όλη την ημέρα"
- συνώνυμο:
- σκούπα ,
- αιωρούμενοσ ,
- αργαλειός ,
- μαζικός
4. Weave on a loom
- "Materials loomed in egypt"
- synonym:
- loom
4. Υφαίνουμε σε έναν αργαλειό
- "Υλικά εμφανίστηκαν στην αίγυπτο"
- συνώνυμο:
- αργαλειός