Translation meaning & definition of the word "lookout" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προοπτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lookout
[Παρατηρεί]/lʊkaʊt/
noun
1. A person employed to keep watch for some anticipated event
- synonym:
- lookout ,
- lookout man ,
- sentinel ,
- sentry ,
- watch ,
- spotter ,
- scout ,
- picket
1. Ένα άτομο που εργάζεται για να παρακολουθήσει για κάποιο αναμενόμενο γεγονός
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- πρόσεχε τον άνθρωπο ,
- σεντινέλ ,
- απαξίωση ,
- ρολόι ,
- επιτόπιοσ ,
- ανιχνευτήσ ,
- πίκετ
2. An elevated post affording a wide view
- synonym:
- lookout ,
- observation post
2. Μια ανυψωμένη θέση που παρέχει μια ευρεία προβολή
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- ανάρτηση παρατήρησης
3. A structure commanding a wide view of its surroundings
- synonym:
- lookout ,
- observation tower ,
- lookout station ,
- observatory
3. Μια δομή που διατάσσει μια ευρεία άποψη του περιβάλλοντός της
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- πύργος παρατήρησης ,
- σταθμός παρατήρησης ,
- παρατηρητήριο
4. The act of looking out
- synonym:
- lookout ,
- outlook
4. Η πράξη της αναζήτησης
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- προοπτική