Translation meaning & definition of the word "look" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοιτάξτε" στην ελληνική γλώσσα
Look
[Κοίτα]noun
1. The feelings expressed on a person's face
- "A sad expression"
- "A look of triumph"
- "An angry face"
- synonym:
- expression ,
- look ,
- aspect ,
- facial expression ,
- face
1. Τα συναισθήματα που εκφράζονται στο πρόσωπο ενός ατόμου
- "Θλιβερή έκφραση"
- "Ένα βλέμμα θριάμβου"
- "Ένα θυμωμένο πρόσωπο"
- συνώνυμο:
- έκφραση ,
- κοίτα ,
- πτυχή ,
- έκφραση προσώπου ,
- πρόσωπο
2. The act of directing the eyes toward something and perceiving it visually
- "He went out to have a look"
- "His look was fixed on her eyes"
- "He gave it a good looking at"
- "His camera does his looking for him"
- synonym:
- look ,
- looking ,
- looking at
2. Η πράξη του να κατευθύνεις τα μάτια προς κάτι και να το αντιλαμβάνεσαι οπτικά
- "Βγήκε έξω για να ρίξει μια ματιά"
- "Το βλέμμα του ήταν στραμμένο στα μάτια της"
- "Του έδωσε μια καλή ματιά"
- "Η κάμερά του τον ψάχνει"
- συνώνυμο:
- κοίτα ,
- κοιτάζοντασ ,
- κοιτάζοντας
3. Physical appearance
- "I don't like the looks of this place"
- synonym:
- look
3. Φυσική εμφάνιση
- "Δεν μου αρέσει η εμφάνιση αυτού του τόπου"
- συνώνυμο:
- κοίτα
4. The general atmosphere of a place or situation and the effect that it has on people
- "The feel of the city excited him"
- "A clergyman improved the tone of the meeting"
- "It had the smell of treason"
- synonym:
- spirit ,
- tone ,
- feel ,
- feeling ,
- flavor ,
- flavour ,
- look ,
- smell
4. Η γενική ατμόσφαιρα ενός τόπου ή κατάστασης και η επίδραση που έχει στους ανθρώπους
- "Η αίσθηση της πόλης τον ενθουσίασε"
- "Ένας κληρικός βελτίωσε τον τόνο της συνάντησης"
- "Είχε τη μυρωδιά της προδοσίας"
- συνώνυμο:
- πνεύμα ,
- τόνος ,
- αισθάνομαι ,
- αίσθηση ,
- γεύση ,
- κοίτα ,
- μυρωδιά
verb
1. Perceive with attention
- Direct one's gaze towards
- "She looked over the expanse of land"
- "Look at your child!"
- "Look--a deer in the backyard!"
- synonym:
- look
1. Αντιλαμβάνεστε με προσοχή
- Κατευθύνετε το βλέμμα ενός προς την
- "Έβλεπε την έκταση της γης"
- "Κοίτα το παιδί σου!"
- "Κοίταξε-ένα ελάφι στην πίσω αυλή!"
- συνώνυμο:
- κοίτα
2. Give a certain impression or have a certain outward aspect
- "She seems to be sleeping"
- "This appears to be a very difficult problem"
- "This project looks fishy"
- "They appeared like people who had not eaten or slept for a long time"
- synonym:
- look ,
- appear ,
- seem
2. Δώστε μια ορισμένη εντύπωση ή έχετε μια ορισμένη εξωτερική πτυχή
- "Φαίνεται να κοιμάται"
- "Αυτό φαίνεται να είναι ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα"
- "Αυτό το έργο φαίνεται ψαρό"
- "Εμφανίστηκαν σαν άνθρωποι που δεν είχαν φάει ή δεν είχαν κοιμηθεί για πολύ καιρό"
- συνώνυμο:
- κοίτα ,
- εμφανίζεται ,
- φαίνομαι
3. Have a certain outward or facial expression
- "How does she look?"
- "The child looks unhappy"
- "She looked pale after the surgery"
- synonym:
- look
3. Έχετε μια συγκεκριμένη εξωτερική ή έκφραση προσώπου
- "Πώς φαίνεται?"
- "Το παιδί φαίνεται δυστυχισμένο"
- "Φαινόταν χλωμό μετά την επέμβαση"
- συνώνυμο:
- κοίτα
4. Search or seek
- "We looked all day and finally found the child in the forest"
- "Look elsewhere for the perfect gift!"
- synonym:
- search ,
- look
4. Αναζήτηση ή αναζήτηση
- "Κοιτάξαμε όλη μέρα και τελικά βρήκαμε το παιδί στο δάσος"
- "Κοίτα αλλού για το τέλειο δώρο!"
- συνώνυμο:
- αναζήτηση ,
- κοίτα
5. Be oriented in a certain direction, often with respect to another reference point
- Be opposite to
- "The house looks north"
- "My backyard look onto the pond"
- "The building faces the park"
- synonym:
- front ,
- look ,
- face
5. Να είναι προσανατολισμένοι σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, συχνά σε σχέση με ένα άλλο σημείο αναφοράς
- Είμαι αντίθετος με
- "Το σπίτι μοιάζει βόρεια"
- "Η αυλή μου κοιτάζει προς τη λίμνη"
- "Το κτίριο βλέπει στο πάρκο"
- συνώνυμο:
- μπροστινός ,
- κοίτα ,
- πρόσωπο
6. Take charge of or deal with
- "Could you see about lunch?"
- "I must attend to this matter"
- "She took care of this business"
- synonym:
- attend ,
- take care ,
- look ,
- see
6. Αναλάβετε ή ασχοληθείτε με
- "Μπορείτε να δείτε για το μεσημεριανό γεύμα?"
- "Πρέπει να παρακολουθήσω αυτό το θέμα"
- "Φρόντισε για αυτή την επιχείρηση"
- συνώνυμο:
- παρακολουθώ ,
- προσέχω ,
- κοίτα ,
- βλέπω
7. Convey by one's expression
- "She looked her devotion to me"
- synonym:
- look
7. Μεταφέρεται με την έκφραση κάποιου
- "Μου φάνηκε η αφοσίωσή της"
- συνώνυμο:
- κοίτα
8. Look forward to the probable occurrence of
- "We were expecting a visit from our relatives"
- "She is looking to a promotion"
- "He is waiting to be drafted"
- synonym:
- expect ,
- look ,
- await ,
- wait
8. Ανυπομονώ για την πιθανή εμφάνιση του
- "Περιμέναμε μια επίσκεψη από τους συγγενείς μας"
- "Επιδιώκει προαγωγή"
- "Περιμένει να συνταχθεί"
- συνώνυμο:
- περιμένω ,
- κοίτα ,
- περιμένετε
9. Accord in appearance with
- "You don't look your age!"
- synonym:
- look
9. Συμφωνία σε εμφάνιση με
- "Δεν κοιτάς την ηλικία σου!"
- συνώνυμο:
- κοίτα
10. Have faith or confidence in
- "You can count on me to help you any time"
- "Look to your friends for support"
- "You can bet on that!"
- "Depend on your family in times of crisis"
- synonym:
- count ,
- bet ,
- depend ,
- look ,
- calculate ,
- reckon
10. Να έχετε πίστη ή εμπιστοσύνη στο
- "Μπορείτε να βασιστείτε σε μένα για να σας βοηθήσει οποιαδήποτε στιγμή"
- "Κοίτα στους φίλους σου για υποστήριξη"
- "Μπορείτε να στοιχηματίσετε σε αυτό!"
- "Ανάλογα με την οικογένειά σας σε περιόδους κρίσης"
- συνώνυμο:
- αριθμεί ,
- στοίχημα ,
- εξαρτώμενοσ ,
- κοίτα ,
- υπολογίζω