Translation meaning & definition of the word "longing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μαρτυρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Longing
[Λαχτάρα]/lɔŋɪŋ/
noun
1. Prolonged unfulfilled desire or need
- synonym:
- longing ,
- yearning ,
- hungriness
1. Παρατεταμένη ανεκπλήρωτη επιθυμία ή ανάγκη
- συνώνυμο:
- λαχτάρα ,
- πεινασμένο
Examples of using
I'm not going to do to you what you're longing for me to do.
Δεν πρόκειται να σου κάνω αυτό που λαχταράς να κάνω.
We're longing for the summer vacation.
Λαχταράμε τις καλοκαιρινές διακοπές.
I'm really longing for summer vacation.
Πραγματικά λαχταρώ για καλοκαιρινές διακοπές.