Translation meaning & definition of the word "longevity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μακροζωία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Longevity
[Μακροζωία]/lɔnʤɛvəti/
noun
1. Duration of service
- "Her longevity as a star"
- "Had unusual longevity in the company"
- synonym:
- longevity ,
- length of service
1. Διάρκεια της υπηρεσίας
- "Η μακροζωία της ως αστέρι"
- "Είχε ασυνήθιστη μακροζωία στην εταιρεία"
- συνώνυμο:
- μακροζωία ,
- διάρκεια υπηρεσίας
2. The property of being long-lived
- synonym:
- longevity ,
- seniority
2. Η ιδιοκτησία του να είναι μακρόβια
- συνώνυμο:
- μακροζωία ,
- αρχαιότητα