Translation meaning & definition of the word "longan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μακρύ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Longan
[Λονγκάν]/lɑŋgən/
noun
1. Tree of southeastern asia to australia grown primarily for its sweet edible fruit resembling litchi nuts
- Sometimes placed in genera euphorbia or nephelium
- synonym:
- longan ,
- lungen ,
- longanberry ,
- Dimocarpus longan ,
- Euphorbia litchi ,
- Nephelium longana
1. Δέντρο της νοτιοανατολικής ασίας προς την αυστραλία που καλλιεργείται κυρίως για τα γλυκά βρώσιμα φρούτα που μοιάζουν με καρύδια λίτσι
- Μερικές φορές τοποθετείται σε γένη ευφορβία ή νεφέλιο
- συνώνυμο:
- λονγκάν ,
- τρελόσ ,
- βατόμουρο ,
- Λαγός δημοκάρπου ,
- Ευφορία Λίτσι ,
- Νεφέλιο μακριάνα