Translation meaning & definition of the word "long" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μακρύ" στην ελληνική γλώσσα
Long
[Μακρύς]verb
1. Desire strongly or persistently
- synonym:
- hanker ,
- long ,
- yearn
1. Επιθυμία έντονα ή επίμονα
- συνώνυμο:
- αναβάτησ ,
- μακρύς ,
- λαχταρώ
adjective
1. Primarily temporal sense
- Being or indicating a relatively great or greater than average duration or passage of time or a duration as specified
- "A long life"
- "A long boring speech"
- "A long time"
- "A long friendship"
- "A long game"
- "Long ago"
- "An hour long"
- synonym:
- long
1. Κυρίως η χρονική αίσθηση
- Όντας ή υποδεικνύοντας μια σχετικά μεγάλη ή μεγαλύτερη από τη μέση διάρκεια ή το πέρασμα του χρόνου ή μια διάρκεια όπως καθορίζεται
- "Μακρά ζωή"
- "Μακρά βαρετή ομιλία"
- "Πολύ καιρό"
- "Μακρά φιλία"
- "Μακρύ παιχνίδι"
- "Πριν από πολύ καιρό"
- "Μια ώρα"
- συνώνυμο:
- μακρύς
2. Primarily spatial sense
- Of relatively great or greater than average spatial extension or extension as specified
- "A long road"
- "A long distance"
- "Contained many long words"
- "Ten miles long"
- synonym:
- long
2. Κυρίως χωρική αίσθηση
- Σχετικά μεγάλη ή μεγαλύτερη από τη μέση χωρική επέκταση ή επέκταση, όπως ορίζεται
- "Μακρύς δρόμος"
- "Μεγάλη απόσταση"
- "Απέκτησε πολλές μεγάλες λέξεις"
- "Δέκα μίλια μακριά"
- συνώνυμο:
- μακρύς
3. Of relatively great height
- "A race of long gaunt men"- sherwood anderson
- "Looked out the long french windows"
- synonym:
- long
3. Σχετικά μεγάλο ύψος
- "Μια φυλή μακρών ανδρών" - σέργουντ άντερσον
- "Κοίταξε έξω τα μακριά γαλλικά παράθυρα"
- συνώνυμο:
- μακρύς
4. Good at remembering
- "A retentive mind"
- "Tenacious memory"
- synonym:
- retentive ,
- recollective ,
- long ,
- tenacious
4. Καλό στο να θυμάσαι
- "Ένα επαναλαμβανόμενο μυαλό"
- "Ευρεία μνήμη"
- συνώνυμο:
- ανταποδοτικόσ ,
- ανακλητικόσ ,
- μακρύς ,
- επίμονος
5. Holding securities or commodities in expectation of a rise in prices
- "Is long on coffee"
- "A long position in gold"
- synonym:
- long
5. Κατοχή τίτλων ή εμπορευμάτων που προσδοκούν αύξηση των τιμών
- "Περιμένει καιρό στον καφέ"
- "Μακρά θέση σε χρυσό"
- συνώνυμο:
- μακρύς
6. (of speech sounds or syllables) of relatively long duration
- "The english vowel sounds in `bate', `beat', `bite', `boat', `boot' are long"
- synonym:
- long
6. ( των ήχων ομιλίας ή συλλαβές) σχετικά μεγάλης διάρκειας
- "Το αγγλικό φωνήεν ακούγεται σε `μπάτε', `αισιόδοξες`, `δάγκωμα`, `βάρκα', `μπότες' είναι μακριά"
- συνώνυμο:
- μακρύς
7. Involving substantial risk
- "Long odds"
- synonym:
- long
7. Συμμετοχή σε σημαντικό κίνδυνο
- "Μεγάλες αποδόσεις"
- συνώνυμο:
- μακρύς
8. Planning prudently for the future
- "Large goals that required farsighted policies"
- "Took a long view of the geopolitical issues"
- synonym:
- farseeing ,
- farsighted ,
- foresighted ,
- foresightful ,
- prospicient ,
- long ,
- longsighted
8. Προγραμματίζουν με σύνεση για το μέλλον
- "Μεγάλοι στόχοι που απαιτούσαν υπερμετρωπία"
- "Έχει μακρά άποψη για τα γεωπολιτικά ζητήματα"
- συνώνυμο:
- περιπέτεια ,
- υπερμετρωπία ,
- προνοητικόσ ,
- αναισθητικόσ ,
- μακρύς ,
- μακρότατοσ
9. Having or being more than normal or necessary:"long on brains"
- "In long supply"
- synonym:
- long
9. Έχοντας ή να είναι περισσότερο από το φυσιολογικό ή απαραίτητο: "μακράν στους εγκεφάλους"
- "Σε μακρά προσφορά"
- συνώνυμο:
- μακρύς
adverb
1. For an extended time or at a distant time
- "A promotion long overdue"
- "Something long hoped for"
- "His name has long been forgotten"
- "Talked all night long"
- "How long will you be gone?"
- "Arrived long before he was expected"
- "It is long after your bedtime"
- synonym:
- long
1. Για παρατεταμένο χρόνο ή σε μακρινό χρόνο
- "Μια προώθηση πολύ καθυστερημένη"
- "Κάτι που ελπίζει πολύ"
- "Το όνομά του έχει ξεχαστεί από καιρό"
- "Μιλούσε όλη τη νύχτα"
- "Πόσο καιρό θα φύγεις?"
- "Αφέθηκε πολύ πριν τον περιμένουν"
- "Είναι πολύ μετά τον ύπνο σας"
- συνώνυμο:
- μακρύς
2. For an extended distance
- synonym:
- long
2. Για μεγάλη απόσταση
- συνώνυμο:
- μακρύς