Translation meaning & definition of the word "lonesome" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοναχικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lonesome
[Μοναχικός]/loʊnsəm/
adjective
1. Being the only one
- Single and isolated from others
- "The lone doctor in the entire county"
- "A lonesome pine"
- "An only child"
- "The sole heir"
- "The sole example"
- "A solitary instance of cowardice"
- "A solitary speck in the sky"
- synonym:
- lone(a) ,
- lonesome(a) ,
- only(a) ,
- sole(a) ,
- solitary(a)
1. Είναι το μόνο
- Ενιαία και απομονωμένη από τους άλλους
- "Ο μοναχικός γιατρός σε ολόκληρη την κομητεία"
- "Μοναχικό πεύκο"
- "Μόνο ένα παιδί"
- "Ο μοναδικός κληρονόμος"
- "Το μοναδικό παράδειγμα"
- "Μοναχική περίπτωση δειλίας"
- "Ένα μοναχικό στίγμα στον ουρανό"
- συνώνυμο:
- μον() ,
- μονασωματ(α) ,
- σολ(α) ,
- μοναχικό(
2. Marked by dejection from being alone
- "Felt sad and lonely"
- "The loneliest night of the week"
- "Lonesome when her husband is away"
- "Spent a lonesome hour in the bar"
- synonym:
- lonely ,
- lonesome
2. Σημαδεμένη από την απογοήτευση από το να είσαι μόνος
- "Αισθάνθηκε λυπημένος και μοναχικός"
- "Η πιο μοναχική νύχτα της εβδομάδας"
- "Μοναξιά όταν ο σύζυγός της είναι μακριά"
- "Πέρασε μια μοναχική ώρα στο μπαρ"
- συνώνυμο:
- μοναχικός
Examples of using
You feel lonesome, don't you?
Νιώθεις μοναξιά, έτσι δεν είναι?