Translation meaning & definition of the word "lone" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μόνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lone
[Μόνος]/loʊn/
adjective
1. Lacking companions or companionship
- "He was alone when we met him"
- "She is alone much of the time"
- "The lone skier on the mountain"
- "A lonely fisherman stood on a tuft of gravel"
- "A lonely soul"
- "A solitary traveler"
- synonym:
- alone(p) ,
- lone(a) ,
- lonely(a) ,
- solitary
1. Λείπει σύντροφος ή συντροφιά
- "Ήταν μόνος όταν τον γνωρίσαμε"
- "Είναι μόνη της πολλές φορές"
- "Ο μοναχικός σκιέρ στο βουνό"
- "Ένας μοναχικός ψαράς στεκόταν σε μια τούφα χαλίκι"
- "Μια μοναχική ψυχή"
- "Ένας μοναχικός ταξιδιώτης"
- συνώνυμο:
- μον()<TAG1> ,
- μον() ,
- μοναχικό( ,
- μοναχικός
2. Characterized by or preferring solitude
- "A lone wolf"
- "A lonely existence"
- "A man of a solitary disposition"
- "A solitary walk"
- synonym:
- lone(a) ,
- lonely(a) ,
- solitary
2. Χαρακτηρίζεται ή προτιμά τη μοναξιά
- "Μοναχικός λύκος"
- "Μια μοναχική ύπαρξη"
- "Ένας άνθρωπος με μοναχική διάθεση"
- "Μοναχική βόλτα"
- συνώνυμο:
- μον() ,
- μοναχικό( ,
- μοναχικός
3. Being the only one
- Single and isolated from others
- "The lone doctor in the entire county"
- "A lonesome pine"
- "An only child"
- "The sole heir"
- "The sole example"
- "A solitary instance of cowardice"
- "A solitary speck in the sky"
- synonym:
- lone(a) ,
- lonesome(a) ,
- only(a) ,
- sole(a) ,
- solitary(a)
3. Είναι το μόνο
- Ενιαία και απομονωμένη από τους άλλους
- "Ο μοναχικός γιατρός σε ολόκληρη την κομητεία"
- "Μοναχικό πεύκο"
- "Μόνο ένα παιδί"
- "Ο μοναδικός κληρονόμος"
- "Το μοναδικό παράδειγμα"
- "Μοναχική περίπτωση δειλίας"
- "Ένα μοναχικό στίγμα στον ουρανό"
- συνώνυμο:
- μον() ,
- μονασωματ(α) ,
- σολ(α) ,
- μοναχικό(