Translation meaning & definition of the word "loll" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλώσσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Loll
[Γλείφω]/lɑl/
verb
1. Hang loosely or laxly
- "His tongue lolled"
- synonym:
- droop ,
- loll
1. Κρεμάστε χαλαρά ή χαλαρά
- "Η γλώσσα του γλείφει"
- συνώνυμο:
- σταγονόμετρο ,
- λαξ
2. Be lazy or idle
- "Her son is just bumming around all day"
- synonym:
- bum ,
- bum around ,
- bum about ,
- arse around ,
- arse about ,
- fuck off ,
- loaf ,
- frig around ,
- waste one's time ,
- lounge around ,
- loll ,
- loll around ,
- lounge about
2. Να είστε τεμπέλης ή αδρανής
- "Ο γιος της είναι απλά τριγυρίζει όλη μέρα"
- συνώνυμο:
- ανατροπή ,
- ανακατώνω ,
- γύρω από την αψίδα ,
- αρσενικό ,
- παραπονιέμαι ,
- φραντζόλα ,
- πλατώ ,
- σπαταλάτε το χρόνο κάποιου ,
- περιπλανώμαι ,
- λαξ ,
- γλείφω