Translation meaning & definition of the word "loin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δανεισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Loin
[Χαλιναγωγώ]/lɔɪn/
noun
1. A cut of meat taken from the side and back of an animal between the ribs and the rump
- synonym:
- loin
1. Μια κοπή κρέατος που λαμβάνεται από την πλευρά και το πίσω μέρος ενός ζώου μεταξύ των πλευρών και του κουδουνίσματος
- συνώνυμο:
- λουρίν
2. Either side of the backbone between the hipbone and the ribs in humans as well as quadrupeds
- synonym:
- loin ,
- lumbus
2. Κάθε πλευρά της ραχοκοκαλιάς μεταξύ της ραχοκοκαλιάς και των πλευρών στους ανθρώπους, καθώς και τετράκλινα
- συνώνυμο:
- λουρίν ,
- οσφυϊκό