Translation meaning & definition of the word "logic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λογική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Logic
[Λογική]/lɑʤɪk/
noun
1. The branch of philosophy that analyzes inference
- synonym:
- logic
1. Ο κλάδος της φιλοσοφίας που αναλύει το συμπέρασμα
- συνώνυμο:
- λογική
2. Reasoned and reasonable judgment
- "It made a certain kind of logic"
- synonym:
- logic
2. Αιτιολογημένη και εύλογη απόφαση
- "Κάνει ένα συγκεκριμένο είδος λογικής"
- συνώνυμο:
- λογική
3. The principles that guide reasoning within a given field or situation
- "Economic logic requires it"
- "By the logic of war"
- synonym:
- logic
3. Οι αρχές που καθοδηγούν τη συλλογιστική μέσα σε ένα συγκεκριμένο πεδίο ή κατάσταση
- "Η οικονομική λογική το απαιτεί"
- "Με τη λογική του πολέμου"
- συνώνυμο:
- λογική
4. The system of operations performed by a computer that underlies the machine's representation of logical operations
- synonym:
- logic
4. Το σύστημα των λειτουργιών που εκτελούνται από έναν υπολογιστή που υπόκειται στην αναπαράσταση των λογικών λειτουργιών
- συνώνυμο:
- λογική
5. A system of reasoning
- synonym:
- logic ,
- logical system ,
- system of logic
5. Ένα σύστημα συλλογισμού
- συνώνυμο:
- λογική ,
- λογικό σύστημα ,
- σύστημα λογικής
Examples of using
I can't follow Tom's logic.
Δεν μπορώ να ακολουθήσω τη λογική του Τομ.
We couldn't understand her logic.
Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τη λογική της.
We could not resist the force of his logic.
Δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε στη δύναμη της λογικής του.