Translation meaning & definition of the word "logging" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρέξιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Logging
[Καταγραφή]/lɔgɪŋ/
noun
1. The work of cutting down trees for timber
- synonym:
- logging
1. Το έργο της κοπής δέντρων για ξυλεία
- συνώνυμο:
- καταγραφή
Examples of using
When will they start logging?
Πότε θα αρχίσουν να καταγράφονται?