Translation meaning & definition of the word "loge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δανεισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Loge
[Φορτίο]/loʊʤ/
noun
1. Balcony consisting of the forward section of a theater mezzanine
- synonym:
- loge
1. Μπαλκόνι που αποτελείται από το μπροστινό τμήμα ενός ημιώροφου θεάτρου
- συνώνυμο:
- λαγκ
2. Private area in a theater or grandstand where a small group can watch the performance
- "The royal box was empty"
- synonym:
- box ,
- loge
2. Ιδιωτικός χώρος σε θέατρο ή κερκίδα όπου μια μικρή ομάδα μπορεί να παρακολουθήσει την παράσταση
- "Το βασιλικό κουτί ήταν άδειο"
- συνώνυμο:
- κουτί ,
- λαγκ