Translation meaning & definition of the word "log" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ύλος" στην ελληνική γλώσσα
Log
[Καταγραφή]noun
1. A segment of the trunk of a tree when stripped of branches
- synonym:
- log
1. Ένα τμήμα του κορμού ενός δέντρου όταν απογυμνώνεται από κλαδιά
- συνώνυμο:
- καταγράφω
2. The exponent required to produce a given number
- synonym:
- logarithm ,
- log
2. Ο εκθέτης απαιτείται να παράγει έναν συγκεκριμένο αριθμό
- συνώνυμο:
- λογάριθμος ,
- καταγράφω
3. A written record of messages sent or received
- "They kept a log of all transmission by the radio station"
- "An email log"
- synonym:
- log
3. Γραπτή καταγραφή μηνυμάτων που αποστέλλονται ή λαμβάνονται
- "Κρατούσαν ένα ημερολόγιο όλης της μετάδοσης από το ραδιοφωνικό σταθμό"
- "Ένα αρχείο καταγραφής ηλεκτρονικού ταχυδρομείου"
- συνώνυμο:
- καταγράφω
4. A written record of events on a voyage (of a ship or plane)
- synonym:
- log
4. Γραπτή καταγραφή των γεγονότων σε ένα ταξίδι (ενός πλοίου ή πλατ)
- συνώνυμο:
- καταγράφω
5. Measuring instrument that consists of a float that trails from a ship by a knotted line in order to measure the ship's speed through the water
- synonym:
- log
5. Όργανο μέτρησης που αποτελείται από ένα πλωτήρα που διασχίζει ένα πλοίο με κόμπο για να μετρήσει την ταχύτητα του πλοίου μέσω νερού
- συνώνυμο:
- καταγράφω
verb
1. Enter into a log, as on ships and planes
- synonym:
- log
1. Εισάγετε σε ένα ημερολόγιο, όπως στα πλοία και τα αεροπλάνα
- συνώνυμο:
- καταγράφω
2. Cut lumber, as in woods and forests
- synonym:
- log ,
- lumber
2. Κόψτε ξυλεία, όπως σε δάση και δάση
- συνώνυμο:
- καταγράφω ,
- ξυλοκόποσ