Translation meaning & definition of the word "lodgings" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταλύματα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lodgings
[Καταλύματα]/lɑʤɪŋz/
noun
1. Temporary living quarters
- synonym:
- diggings ,
- digs ,
- domiciliation ,
- lodgings ,
- pad
1. Προσωρινά καταλύματα διαβίωσης
- συνώνυμο:
- εκσκαφέσ ,
- σκάβει ,
- κατοικία ,
- καταλύματα ,
- μαξιλάρι