Translation meaning & definition of the word "lodging" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατάλυμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lodging
[Ξενοδοχεία]/lɑʤɪŋ/
noun
1. Structures collectively in which people are housed
- synonym:
- housing ,
- lodging ,
- living accommodations
1. Δομές συλλογικά στις οποίες στεγάζονται άνθρωποι
- συνώνυμο:
- στέγαση ,
- κατάλυμα ,
- καταλύματα
2. The state or quality of being lodged or fixed even temporarily
- "The lodgment of the balloon in the tree"
- synonym:
- lodgment ,
- lodgement ,
- lodging
2. Την κατάσταση ή την ποιότητα της κατάθεσης ή του καθορισμού ακόμη και προσωρινά
- "Το κατάλυμα του μπαλονιού στο δέντρο"
- συνώνυμο:
- υποβολή ,
- κατάλυμα
3. The act of lodging
- synonym:
- lodging
3. Η πράξη της καταλυματικής
- συνώνυμο:
- κατάλυμα
Examples of using
The old man went back to his lodging.
Ο γέρος επέστρεψε στο κατάλυμά του.