Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "lodge" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταλύματα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Lodge

[Καταφύγιο]
/lɑʤ/

noun

1. English physicist who studied electromagnetic radiation and was a pioneer of radiotelegraphy (1851-1940)

    synonym:
  • Lodge
  • ,
  • Sir Oliver Lodge
  • ,
  • Sir Oliver Joseph Lodge

1. Άγγλος φυσικός που μελέτησε την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία και ήταν πρωτοπόρος της ραδιοτηλεγραφίας (1851-1940)

    συνώνυμο:
  • Καταφύγιο
  • ,
  • Σερ Όλιβερ Λότζε
  • ,
  • Σερ Όλιβερ Τζόζεφ Λοτζ

2. A formal association of people with similar interests

  • "He joined a golf club"
  • "They formed a small lunch society"
  • "Men from the fraternal order will staff the soup kitchen today"
    synonym:
  • club
  • ,
  • social club
  • ,
  • society
  • ,
  • guild
  • ,
  • gild
  • ,
  • lodge
  • ,
  • order

2. Επίσημη ένωση ατόμων με παρόμοια συμφέροντα

  • "Εντάχθηκε σε ένα γκολφ κλαμπ"
  • "Σχημάτισαν μια μικρή κοινωνία μεσημεριανού γεύματος"
  • "Οι άνδρες από την αδελφική τάξη θα στελεχώνουν την κουζίνα σούπας σήμερα"
    συνώνυμο:
  • λέσχη
  • ,
  • κοινωνικός σύλλογος
  • ,
  • κοινωνία
  • ,
  • συντεχνία
  • ,
  • επιχρυσωμένοσ
  • ,
  • ενοικιάζω
  • ,
  • παραγγελία

3. Small house at the entrance to the grounds of a country mansion

  • Usually occupied by a gatekeeper or gardener
    synonym:
  • lodge

3. Μικρό σπίτι στην είσοδο του χώρου μιας εξοχικής κατοικίας

  • Συνήθως καταλαμβάνεται από έναν κηπουρό ή έναν κατασκευαστή
    συνώνυμο:
  • ενοικιάζω

4. A small (rustic) house used as a temporary shelter

    synonym:
  • lodge
  • ,
  • hunting lodge

4. Ένα μικρό σπίτι ( )χρησιμοποιείται ως προσωρινό καταφύγιο

    συνώνυμο:
  • ενοικιάζω
  • ,
  • κυνηγετικό καταφύγιο

5. Any of various native american dwellings

    synonym:
  • lodge
  • ,
  • indian lodge

5. Οποιαδήποτε από τις διάφορες κατοικίες των ιθαγενών αμερικανών

    συνώνυμο:
  • ενοικιάζω
  • ,
  • ινδικό καταφύγιο

6. A hotel providing overnight lodging for travelers

    synonym:
  • hostel
  • ,
  • hostelry
  • ,
  • inn
  • ,
  • lodge
  • ,
  • auberge

6. Ένα ξενοδοχείο που παρέχει διανυκτέρευση για τους ταξιδιώτες

    συνώνυμο:
  • ξενώνας
  • ,
  • πανδοχείο
  • ,
  • ενοικιάζω
  • ,
  • τραγανίζω

verb

1. Be a lodger

  • Stay temporarily
  • "Where are you lodging in paris?"
    synonym:
  • lodge

1. Γίνομαι ενοικιαστής

  • Μείνετε προσωρινά
  • "Πού καταλήγετε στο παρίσι?"
    συνώνυμο:
  • ενοικιάζω

2. Put, fix, force, or implant

  • "Lodge a bullet in the table"
  • "Stick your thumb in the crack"
    synonym:
  • lodge
  • ,
  • wedge
  • ,
  • stick
  • ,
  • deposit

2. Βάλτε, διορθώστε, βάλτε ή εμφυτεύστε

  • "Κατεβάστε μια σφαίρα στο τραπέζι"
  • "Κολλήστε τον αντίχειρά σας στη ρωγμή"
    συνώνυμο:
  • ενοικιάζω
  • ,
  • σφήνα
  • ,
  • κολλώ
  • ,
  • κατάθεση

3. File a formal charge against

  • "The suspect was charged with murdering his wife"
    synonym:
  • charge
  • ,
  • lodge
  • ,
  • file

3. Υποβάλετε επίσημη χρέωση κατά

  • "Ο ύποπτος κατηγορήθηκε για τη δολοφονία της συζύγου του"
    συνώνυμο:
  • χρέωση
  • ,
  • ενοικιάζω
  • ,
  • αρχείο

4. Provide housing for

  • "We are lodging three foreign students this semester"
    synonym:
  • lodge
  • ,
  • accommodate

4. Παρέχει στέγαση για

  • "Στέλνουμε τρεις ξένους φοιτητές αυτό το εξάμηνο"
    συνώνυμο:
  • ενοικιάζω
  • ,
  • φιλοξενία

Examples of using

We stopped at the lodge overnight.
Σταματήσαμε στο κατάλυμα όλη τη νύχτα.