Translation meaning & definition of the word "locust" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αναζήτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Locust
[Αποβάθρα]/loʊkəst/
noun
1. Migratory grasshoppers of warm regions having short antennae
- synonym:
- locust
1. Μεταναστευτικές ακρίδες θερμών περιοχών με κοντές κεραίες
- συνώνυμο:
- ακρίδα
2. Hardwood from any of various locust trees
- synonym:
- locust
2. Σκληρό ξύλο από οποιοδήποτε από τα διάφορα δέντρα ακρίδων
- συνώνυμο:
- ακρίδα
3. Any of various hardwood trees of the family leguminosae
- synonym:
- locust tree ,
- locust
3. Οποιοδήποτε από τα διάφορα δέντρα σκληρού ξύλου της οικογένειας λεγλουμίνια
- συνώνυμο:
- δέντρο ακρίδων ,
- ακρίδα
Examples of using
That's not a grasshopper. It's a locust!
Δεν είναι ακρίδα. Είναι μια ακρίδα!