Translation meaning & definition of the word "locus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εστίαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Locus
[Ξεσηκώνω]/loʊkəs/
noun
1. The scene of any event or action (especially the place of a meeting)
- synonym:
- venue ,
- locale ,
- locus
1. Η σκηνή οποιουδήποτε γεγονότος ή δράσης (ειδικά ο τόπος συνάντησης)
- συνώνυμο:
- χώρος ,
- τοπική περιοχή ,
- τόποσ
2. The specific site of a particular gene on its chromosome
- synonym:
- locus
2. Η συγκεκριμένη θέση ενός συγκεκριμένου γονιδίου στο χρωμόσωμά του
- συνώνυμο:
- τόποσ
3. The set of all points or lines that satisfy or are determined by specific conditions
- "The locus of points equidistant from a given point is a circle"
- synonym:
- locus
3. Το σύνολο όλων των σημείων ή γραμμών που ικανοποιούν ή καθορίζονται από συγκεκριμένες συνθήκες
- "Ο τόπος των σημείων που είναι ίσα μακριά από ένα δεδομένο σημείο είναι ένας κύκλος"
- συνώνυμο:
- τόποσ