Translation meaning & definition of the word "locomotive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ατμομηχανή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Locomotive
[Ατμομηχανή]/loʊkəmoʊtɪv/
noun
1. A wheeled vehicle consisting of a self-propelled engine that is used to draw trains along railway tracks
- synonym:
- locomotive ,
- engine ,
- locomotive engine ,
- railway locomotive
1. Ένα τροχοφόρο όχημα που αποτελείται από έναν αυτοκινούμενο κινητήρα που χρησιμοποιείται για την αντλία τρένων κατά μήκος σιδηροδρομικών γραμμών
- συνώνυμο:
- ατμομηχανή ,
- κινητήρας ,
- μηχανή ατμομηχανών ,
- σιδηροδρομική ατμομηχανή
adjective
1. Of or relating to locomotion
- synonym:
- locomotive ,
- locomotor
1. Από ή σχετίζονται με τη μετακίνηση
- συνώνυμο:
- ατμομηχανή ,
- κινητήρα