Translation meaning & definition of the word "lockout" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλείδωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lockout
[Κλείδωμα]/lɑkaʊt/
noun
1. A management action resisting employee's demands
- Employees are barred from entering the workplace until they agree to terms
- synonym:
- lockout
1. Μια διαχειριστική ενέργεια που αντιστέκεται στις απαιτήσεις των εργαζομένων
- Οι εργαζόμενοι αποκλείονται από την είσοδο στο χώρο εργασίας μέχρι να συμφωνήσουν με όρους
- συνώνυμο:
- αποκλεισμός