Translation meaning & definition of the word "loch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βρόγχος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Loch
[Λοχ]/lɑk/
noun
1. A long narrow inlet of the sea in scotland (especially when it is nearly landlocked)
- synonym:
- loch
1. Ένας μακρύς στενός κολπίσκος της θάλασσας στη σκωτία ( ειδικά όταν είναι σχεδόν μεσόγειος)
- συνώνυμο:
- λαχανοσαλάτα
2. Scottish word for a lake
- synonym:
- loch
2. Σκωτσέζικη λέξη για μια λίμνη
- συνώνυμο:
- λαχανοσαλάτα