Translation meaning & definition of the word "locally" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τοπικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Locally
[Τοπικά]/loʊkəli/
adverb
1. By a particular locality
- "It was locally decided"
- synonym:
- locally
1. Από μια συγκεκριμένη τοποθεσία
- "Αποφασίστηκε τοπικά"
- συνώνυμο:
- τοπικά
2. To a restricted area of the body
- "Apply this medicine topically"
- synonym:
- locally ,
- topically
2. Σε μια περιορισμένη περιοχή του σώματος
- "Εφαρμόστε αυτό το φάρμακο τοπικά"
- συνώνυμο:
- τοπικά