Translation meaning & definition of the word "lobster" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστακός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lobster
[Αστακός]/lɑbstər/
noun
1. Flesh of a lobster
- synonym:
- lobster
1. Σάρκα ενός αστακού
- συνώνυμο:
- αστακός
2. Any of several edible marine crustaceans of the families homaridae and nephropsidae and palinuridae
- synonym:
- lobster
2. Οποιοδήποτε από τα πολλά βρώσιμα θαλάσσια καρκινοειδή των οικογενειών χομαρίδες και νεφροπίδες και παλινουρίδες
- συνώνυμο:
- αστακός
Examples of using
Do you know how to cook a lobster?
Ξέρετε πώς να μαγειρέψετε έναν αστακό?
The sight of fresh lobster gave me an appetite.
Η θέα του φρέσκου αστακού μου έδωσε όρεξη.