Translation meaning & definition of the word "lob" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λαιμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lob
[Λασπώνω]/lɑb/
noun
1. An easy return of a tennis ball in a high arc
- synonym:
- lob
1. Μια εύκολη επιστροφή μιας μπάλας του τένις σε ένα ψηλό τόξο
- συνώνυμο:
- λοβός
2. The act of propelling something (as a ball or shell etc.) in a high arc
- synonym:
- lob
2. Η πράξη της πρόωσης κάτι (ας μια μπάλα ή κέλυφος κλπ.) σε ένα υψηλό τόξο
- συνώνυμο:
- λοβός
verb
1. Propel in a high arc
- "Lob the tennis ball"
- synonym:
- lob
1. Προωθητικό σε ένα υψηλό τόξο
- "Λοβίστε την μπάλα του τένις"
- συνώνυμο:
- λοβός