Translation meaning & definition of the word "loathsome" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιθετικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Loathsome
[Αηδιαστικός]/loʊðsəm/
adjective
1. Causing or able to cause nausea
- "A nauseating smell"
- "Nauseous offal"
- "A sickening stench"
- synonym:
- nauseating ,
- nauseous ,
- noisome ,
- queasy ,
- loathsome ,
- offensive ,
- sickening ,
- vile
1. Προκαλώντας ή ικανό να προκαλέσει ναυτία
- "Μια ναυτική μυρωδιά"
- "Ναυτικό εντόσθια"
- "Μια αρρωστημένη δυσωδία"
- συνώνυμο:
- ναυτία ,
- θορυβώδησ ,
- βασιλικόσ ,
- απεχθής ,
- επιθετικός ,
- αρρωσταίνω ,
- αχρείος
2. Highly offensive
- Arousing aversion or disgust
- "A disgusting smell"
- "Distasteful language"
- "A loathsome disease"
- "The idea of eating meat is repellent to me"
- "Revolting food"
- "A wicked stench"
- synonym:
- disgusting ,
- disgustful ,
- distasteful ,
- foul ,
- loathly ,
- loathsome ,
- repellent ,
- repellant ,
- repelling ,
- revolting ,
- skanky ,
- wicked ,
- yucky
2. Εξαιρετικά προσβλητικό
- Προκαλώντας αποστροφή ή αηδία
- "Αηδιαστική μυρωδιά"
- "Κακή γλώσσα"
- "Μια απεχθής ασθένεια"
- "Η ιδέα της κατανάλωσης κρέατος είναι απωθητική για μένα"
- "Αναβολή τροφίμων"
- "Μια κακή δυσωδία"
- συνώνυμο:
- αηδιαστικό ,
- αηδιαστικός ,
- φάουλ ,
- αηδιαστικά ,
- απεχθής ,
- απωθητικό ,
- απώθηση ,
- εξεγερμένοσ ,
- απατεώνασ ,
- κακός ,
- τυχερός