Translation meaning & definition of the word "loathe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δακρύ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Loathe
[Πλατύ]/loʊð/
verb
1. Find repugnant
- "I loathe that man"
- "She abhors cats"
- synonym:
- abhor ,
- loathe ,
- abominate ,
- execrate
1. Βρείτε αποκρουστικό
- "Τον σιχαίνομαι αυτόν τον άνθρωπο"
- "Αυτή αφοπλίζει γάτες"
- συνώνυμο:
- απεχθάνομαι ,
- αποστρέφομαι ,
- αποτιμώ ,
- εκτελώ